- κατεχομένους
- κατέχωhold fastpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одьржимыи — (126) прич. страд. наст. 1.Поддерживаемый, прикрепляемый; укрепляемый: землѧ (ж) не ѡ собѣ ѹтвердисѧ, но ѿ волна сѹщьство състави(с), ѡдержима же и та || посредѣ всѣ(х) свѧзана (ἐμπεριέχεται) ГА XIV1, 42б–в; || перен.: правоходити и ѿринѹти зла˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
επίπνους — ἐπίπνους, ουν ( οος, οον) (Α) 1. ένθεος, εμπνευσμένος, φοιβόληπτος, θεόπνευστος («ἐπίπνους ὄντας καὶ κατεχόμενους ἐκ τοῡ θεοῡ», Πλάτ.) 2. (για τόπο) ανεμοδαρμένος, καταπνεόμενος από ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πνους < πνοή < πνέω] … Dictionary of Greek
νυμφόληπτοι — Χαρακτηρισμός, κατά την αρχαιότητα, προς τους «κατεχόμενους νύμφας», όπως ορίζει ο Ησύχιος, δηλαδή εκείνους που ήταν γοητευμένοι από τις νύμφες. Μερικοί από αυτούς πήραν από αυτές το δώρο της προφητείας, της μαντικής, και έγιναν χρησμωδοί, άλλοι… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия